- προσάγγελμα
- προσάγγελμαreportneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσάγγελμα — έλματος, τὸ, Α [προσαγγέλλω] 1. αγγελία, ανακοίνωση 2. κατηγορία, έγκληση στο δικαστήριο … Dictionary of Greek